σπερματίτιδες

σπερματίτιδες
σπερματί̱τιδες , σπερματῖτις
spermatic
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπερματίδα — η / σπερματίς, ίδος, ΝΑ και σπερματίδη Ν νεοελλ. ανατ. η άμεση πρόδρομη μορφή τού σπερματοζωαρίου, αλλ. κύτταρο τού Κέλλικερ αρχ. φρ. «σπερματίδες φλέβες» οι σπερματίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Η λ. ως… …   Dictionary of Greek

  • σπερματίτης — (I) ὁ, θηλ. σπερματῑτις, ίτιδος, Α 1. σπερματικός («σπερματίτης λόγος») 2. (κυρίως στη φρ.) «σπερματίτιδες φλέβες» πιθ. οι σπερματικές φλέβες, αλλ. σπερματίδες φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης / ίτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”